- πλαστογραφία
- Η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, με σκοπό την παραπλάνηση άλλου προσώπου όσον αφορά ένα γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και η εν γνώσει χρησιμοποίηση πλαστού ή νόθευση εγγράφου. Η π. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα, που περιλαμβάνεται στην κατηγορία των εγκλημάτων περί τα υπομνήματα του ελληνικού ΠΚ (άρθρ. 216-218), και η τιμωρία του αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας των συναλλαγών.
Ως έγγραφα νοούνται όχι μόνο τα συντασσόμενα με γράμματα, αλλά και με κάθε λογής σημεία, αρκεί να εκφράζουν ένα διανόημα (π.χ. δίσκοι). Για να υπάρξει π. πρέπει να υπάρχει εκδότης του εγγράφου –και αυτό πιστοποιείται με την υπογραφή, τη σφραγίδα κλπ. Η κατάρτιση ή η νόθευση του εγγράφου πρέπει εξάλλου να έχει γίνει χωρίς να υπάρχει δικαίωμα και επιπλέον να υπάρχει δόλος –άρα π. αποκλείεται όταν ο υπαίτιος νομίζει καλόπιστα ότι έχει δικαίωμα να συντάξει ή να αλλοιώσει το έγγραφο– καθώς επίσης και σκοπός να δημιουργηθεί πλάνη ή να ενισχυθεί η πλάνη στην οποία βρίσκεται ένα άλλο πρόσωπο. Οι τρόποι π. είναι διάφοροι: μίμηση υπογραφής, προσθήκη στην υπογραφή ψεύτικης ιδιότητας του υπογράφοντος, χρήση σφραγίδας κλπ., ή και ολοκληρωτικά διατύπωση μη γνήσιου εγγράφου. Είναι αδιάφορο, αν η αλλοίωση του εγγράφου ανταποκρίνεται ή όχι στην αλήθεια. Αυτό αφορά και τη χρήση του πλαστού από τρίτους.
Η δίωξη του αδικήματος ενεργείται αυτεπάγγελτα ως ποινή προβλέπεται φυλάκιση ή κάθειρξη, αν ο δράστης απόβλεψε σε περιουσιακό όφελος ή θέλησε να βλάψει άλλο πρόσωπο. Βαρύτερες ποινές πρόβλεψε για το αδίκημα της π. που στρέφεται κατά του Δημόσιου.
Ιδιαίτερο είδος π. αποτελεί η π. πιστοποιητικών ή μαρτυρικών (ταυτότητας, διαβατηρίου, απαλλαγής από στρατιωτική υποχρέωση κλπ.), όταν η πράξη αυτή γίνεται με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο του υπαίτιου ή άλλου προσώπου. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι η π. έχει ως κίνητρο άμεσες βιοτικές ανάγκες και, συνεπώς, τιμωρείται ελαφρότερα.
* * *η, ΝΜΑ [πλαστογράφος]η ενέργεια τού πλαστογραφώ, η σύνταξη πλαστών εγγράφων που γίνεται με έντεχνη απομίμηση ξένου γραφικού χαρακτήρα ή διακριτικών συμβόλων και αποσκοπεί σε προσωπικό όφελοςνεοελλ.1. (ποιν. δίκ.) η κατάρτιση πλαστού, ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου ή τραπεζογραμματίου ή οποιουδήποτε άλλου τίτλου με σκοπό την παραπλάνηση σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες2. μτφ. παραποίηση, διαστροφή τής αλήθειας.
Dictionary of Greek. 2013.